- πρωτ(ο)-
- και πρωθ- ΝΜΑα' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο-γεννώ, πρωτο-λέγω, πρωτο-φανής)β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια ενέργεια πρώτος, δηλ. πριν από τους άλλους (πρβλ. πρωτο-βγαίνω, πρωτο-γενής, πρωτο-φυής)γ) ότι κάτι ή κάποιος βρίσκεται πρώτος σε μια σειρά, στην αρχή της (πρβλ. πρωτ-απριλιά, πρωτο-μινωικός, πρωτο-χρονιά), κατέχει την πρώτη θέση, τη θέση τού αρχηγού, τού επικεφαλής (πρβλ. πρωθ-υπουργός, πρωτο-μάστορας, πρωτο-πόρος) και, επομένως, έχει ξεχωριστή αξία και σπουδαιότητα (πρβλ. πρωτ-εργάτης, πρωτο-παλλήκαρο, πρωτο-στάτης). Με αυτή την τελευταία σημ. το α' συνθετικό πρωτ(ο)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένους τ. ως επιτατικό για να δηλώσει ότι κάποιος ξεχωρίζει, είναι καλύτερος από όλους τους όμοιούς του (πρβλ. πρωτο-κλέφτης, πρωτο-ψεύτης). Τέλος, το α' συνθετικό πρωτ(ο)- απαντά και σε αρκετούς επιστημονικούς όρους, οι οποίοι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. πρωτ-ακτίνιο < proto-actinium, πρωτο-βράγχια < proto-branchia, πρωτο-γυνία < proto-gyny).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό πρωτ(ο)-: πρωθιερεύς, πρωθύστερος, πρωταγωνιστής, πρωταίτιος, πρωτόγαλα, πρωτόγαμος, πρωτογενής, πρωτογεννώ, πρωτόγονος, πρωτοκαθεδρία, πρωτόκλητος, πρωτόκολλο(ν), πρωτόλειο, πρωτομάρτυρας(-υς), πρωτομηνιά, πρωτόπλαστος, πρωτοπόρος, πρωτοπρεσβύτερος, πρωτοστάτης, πρωτότοκος, πρωτότυπος, πρωτοφανής, πρωτοφυής, πρωτοψάλτηςαρχ.πρώθηβος, πρωταπογράφομαι, πρωτάρχης, πρωταύλης, πρωτέγγραφος, πρωτενιαυτός, πρωτέφηβος, πρωτόβαθμος, πρωτόβιος, πρωτογένειος, πρωτογεύστης, πρωτογλυφής, πρωτόγονος, πρωτοδημότης, πρωτόκοπος, πρωτοκτόνος, πρωτοπαγής, πρωτοϋφαντοςαρχ.-μσν.πρωθύπνιον, πρωτάγγελος, πρώταθλος, πρώταρχος, πρωτοβόλος, πρωτοδιάκονος, πρωτόθνητος, πρωτοκτίστης, πρωτοραβδούχοςμσν.πρωθαλιεύς, πρωταγωγός, πρωταπόστολος, πρωτεπίσκοπος, πρωτόβλαστος, πρωτογέωργος, πρωτοδρομία, πρωτοκήρυξ, πρωτοναύκληρος, πρωτοπολίτης, πρωτοστράτηγοςμσν.-νεοελλ. πρωταποστολάριος, πρωτασηκρήτης, πρωτέκδικος, πρωτεξάδελφος, πρωτεργάτης, πρωτόγραφος, πρωτόθετος, πρωτομάγειρος, πρωτονοτάριος, πρωτοσύγκελλοςνεοελλ.πρωθυπουργός, πρωτάθλημα, πρωταθλητής, πρωτάκουστος, πρωτακτίνιο, πρωτανδρία, πρωτανωμαλία, πρωταπριλιά, πρωτοβάζω, πρωτοβάθμιος, πρωτοβασίδιο, πρωτοβγάζω, πρωτοβγαίνω, πρωτοβλέπω, πρωτοβουλία, πρωτοβράγχια, πρωτοβρόχι, πρωτόγερος, πρωτογεύομαι, πρωτογεωμετρικός, πρωτογλώσσα, πρωτογνωρίζω, πρωτογυνία, πρωτοδίκης, πρωτοετής, πρωτόζωα, πρωτοκλέφτης, πρωτομαγιά, πρωτομάστορας, πρωτομινωικός, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοφορώ, πρωτοχρονιά, πρωτοψεύτης.
Dictionary of Greek. 2013.